τσακνοτσούκαλα

τσακνοτσούκαλα
τα, Ν
1. παλιά και άχρηστα μικροπράγματα τού σπιτιού, παρτάλια
2. ειρων. χαρακτηρισμός νεαρών ατόμων που αναμιγνύονται στις υποθέσεις τών μεγάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσάκνο + τσουκάλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”